- αμνησία
- Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά την οποία αυτός που πάσχει αντιλαμβάνεται και εκτελεί μια εντολή, δεν κατορθώνει όμως να αποταμιεύσει τη μνημονική εντύπωση, και μία α. αναπόλησης, κατά την οποία αυτός που πάσχει δεν κατορθώνει να αναπλάσει μια μνημονική εντύπωση που είχε χαραχθεί στη μνήμη του σε προγενέστερο χρόνο. Η α. διακρίνεται επίσης και σε εμπροσθοδρομική, όταν αυτός που πάσχει δεν θυμάται γεγονότα μεταγενέστερα του αιτίου που την προκάλεσε, ή οπισθοδρομική, όταν δεν θυμάται γεγονότα που προηγήθηκαν του αιτίου. Η α. εμφανίζεται σε ηλικιωμένα άτομα εξαιτίας του γήρατος ή μπορεί να είναι αποτέλεσμα παθήσεων του εγκεφάλου (εγκεφαλίτιδα κλπ.) ή εγκεφαλικών τραυμάτων.
* * *η (Α ἀμνησία)έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθηνεοελλ.(ψυχιατρ.) μείωση ή απώλεια τής μνήμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέμνημαι παρακμ. τού μιμνήσκομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αμνησιακός.ΣΥΝΘ. αμνησίθεος].
Dictionary of Greek. 2013.